τληπαθώ

τληπαθώ
-έω, ΜΑ [τληπαθής]
1. υφίσταμαι πολλά δεινά, δυστυχώ
2. κοπιάζω, μοχθώ
3. συνεκδ. προνοώ, φροντίζω («τληπαθεῑ [ἡ φύσις] πρὸς τὴν τοῡ ζῴου σωτηρίαν», Σευήρ. Ιατρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τληπαθῶ — τληπαθέω endure misery pres subj act 1st sg (attic epic doric) τληπαθέω endure misery pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντληπαθώ — έω, Μ κοπιάζω, μοχθώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τληπαθῶ «πάσχω, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • τληπάθημα — τὸ, Α [τληπαθῶ] ταλαιπωρία, βάσανο …   Dictionary of Greek

  • τληπάθησις — ήσεως, ἡ, Μ [τληπαθῶ] το να υφίσταται κανείς πολλά βάσανα, πολλά δεινά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”